- γήρανσις
- γήρ-ανσις, εως, ἡ,A a growing old, Arist.Metaph.1065b20, Ph.201a19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γήρανσις — a growing old fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γήρανση — η (AM γήρανσις) το να γερνάει κανείς ή το να παλιώνει κάτι νεοελλ. οι προοδευτικές αλλοιώσεις τών κυττάρων, τών οργάνων ή και ολόκληρου τού οργανισμού κατά τη διάρκεια τής ενήλικης ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γηράσκω, κατά το πρότυπο τού υγίανσις] … Dictionary of Greek
ρυσή — και δωρ. τ. ῥυσά, Α (κατά το λεξ. Σούδα και κατά τον Φωτ.) «μάρανσις, ἢ γήρανσις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τού ῥυσῶ (Ι)] … Dictionary of Greek